- Γουιάνα
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα
Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα
Έκταση: 214.969 τ.χλμ
Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη Βραζιλία στα ΝΔ και Ν, και το Σουρινάμ (πρώην Ολλανδική Γουιάνα) Α, ενώ Β και ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Γ., άλλοτε βρετανική αποικία, βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Νότιας Αμερικής και αποτελεί μέλος του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Την περιοχή Εσεκίμπο της Γ. διεκδικεί η Βενεζουέλα. Η διένεξη αυτή, που έχει συζητηθεί επανειλημμένα στον ΟΗΕ, προκαλεί συχνά επεισόδια ανάμεσα στα δύο κράτη.Διοικητικά η χώρα χωρίζεται σε 10 επαρχίες: Μπαρίμα-Γουαΐνι (Βarima-Waini), Κουιούνι-Μαζαρούνι (Cuyuni-Μazaruni), Ντεμεράρα-Μαχάικα (Demerara-Μahaica), ανατολικό Μπερμπίς-Κερεντάιν (Εast Βerbice-Corentyne), νησιά Εσεκίμπο-Δυτικό Ντεμεράρα (Εssequibo Ιslands-West Demerara), Μαχάικα-Μπέρμπικε (Μahaica-Βerbice), Πομερούν-Σουπεναάμ (Ρomeroon-Supenaam), Ποτάρο-Σιπαρούνι (Ρotaro-Siparuni), Άνω Ντεμεράρα-Μπερμπίς (Upper Demerara-Βerbice) και Άνω Τακούτου-Άνω Εσεκίμπο (Upper Τakutu-Upper Εssequibo). Καθεμία από τις επαρχίες διαθέτει δικό της εκλεγμένο συμβούλιο, το οποίο ορίζει τον εκπρόσωπό της στην εθνοσυνέλευση.Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η αγγλική, όμως ομιλείται και πλήθος άλλων γλωσσών, όπως η κρεολική, η ινδική και η ουρντού, καθώς επίσης διάλεκτοι των αυτοχθόνων. Το εθνολογικό μωσαϊκό της χώρας αποτελείται από απόγονους Ινδών εργατών (49%), μαύρους απόγονους Αφρικανών σκλάβων (32%), μιγάδες (12%) και αυτόχθονες (6%). Υπάρχει επίσης ελάχιστη μειοψηφία λευκών και Κινέζων.Η Γ. αποτελεί προεδρική δημοκρατία. Η χώρα έγινε ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας το 1970. Το 1980 ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα της χώρας, σύμφωνα με το οποίο αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας πρόεδρος εκλέγεται ο αρχηγός του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη βουλή και διορίζει τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Μέλος της κυβέρνησης μπορεί να γίνει και άτομο που δεν έχει εκλεγεί βουλευτής. Η νομοθετική εξουσία ανήκει στην Εθνοσυνέλευση, που αποτελείται από 65 μέλη. Τα 53 εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για πέντε χρόνια, ενώ τα άλλα 12 είναι εκπρόσωποι των επαρχιών της χώρας.Στην πολιτική ζωή της Γ. υπάρχουν επτά κόμματα, από τα οποία κυρίαρχα θεωρούνται το Λαϊκό Προοδευτικό Κόμμα και το Λαϊκό Εθνικό Κογκρέσο, το οποίο βρισκόταν στην εξουσία μέχρι το 1992. Αρχηγός του κράτους είναι από το 2001 ο πρόεδρος Μπαράτ Γιαγκντέο (Βarrat Jagdeo) ενώ χρέη πρωθυπουργού ασκεί από το 1997 ο Σάμουελ Χιντς (Samuel Hinds).Το δικαιοδοτικό σύστημα της Γ. βασίζεται στο βρετανικό κοινό δίκαιο. Στην κορυφή της δικαστικής εξουσίας βρίσκεται το ανώτατο δικαστήριο, ενώ παράλληλα λειτουργούν και πρωτοβάθμια δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία σε αστικά και ποινικά θέματα.Η πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας ασπάζεται τον χριστιανισμό (50%). Υπάρχουν όμως σημαντικοί πληθυσμοί ινδουιστών (33%), μουσουλμάνων (9%), καθώς και οπαδών τοπικών θρησκειών.. Η εκπαίδευση, που και μετά την ανεξαρτητοποίηση ακολουθεί το αγγλικό σύστημα, σημείωσε σημαντική ανάπτυξη παρά τις δυσκολίες από την ύπαρξη ποικίλων εθνικών ομάδων. Για τον λόγο αυτό λειτουργούν στη χώρα ειδικά σχολεία. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική έως τα 14 χρόνια· η στοιχειώδης διαρκεί έξι χρόνια και η μέση επτά. Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στο πανεπιστήμιο της Γ., που λειτουργεί από το 1963 στην πρωτεύουσα Τζόρτζταουν.Ο στρατός της Γ. αποτελείται από ένα ενιαίο σώμα, το οποίο ονομάζεται Δυνάμεις Άμυνας της Γ. και το 1999 αριθμούσε 1.600 μέλη.Aπό γεωλογική άποψη, τα δυτικά ανάγλυφα της Γ. αποτελούνται από ένα βαθύπεδο κρυσταλλοπαγών πετρωμάτων που υπέστησαν πτυχώσεις, του κάτω και του μέσου προκάμβριου με μια επικάλυψη ιζηματογενών πετρωμάτων του κάτω παλαιοζωικού, που υπέστησαν τις συρρικνώσεις της Kαληδόνιας εποχής και εν συνεχεία ισοπεδώθηκαν επανειλημμένως. Συχνές είναι οι εισδύσεις όξινων και βασικών κρυσταλλοπαγών πετρωμάτων, ενώ στα πιο ψηλά τμήματα των αναγλύφων (όπως στα όρη Πακαραΐμα) εκτείνονται ισχυρά στρώματα πετρωμάτων του περμίου (ψαμμίτες και κροκαλοπαγή πετρώματα, καθώς και ηφαιστειακές εναποθέσεις), που σήμερα αποτελούν αντικείμενο έντονης διάβρωσης, η οποία έχει απομονώσει ή φανερώσει τοιχώματα και τμήματα πιο σκληρών πετρωμάτων. Eκεί όπου, αντίθετα, αναδύονται κρυσταλλοπαγή πετρώματα (και ιδιαίτερα γρανιτικά), το θερμό και υγρό περιβάλλον έχει αποτέλεσμα η διάβρωση να σχηματίζει συμπαγή ανάγλυφα παραλληλεπίπεδου σχήματος, που αναδύονται, σε αντιστοιχία εκρηξιγενών και εισδυτικών πετρωμάτων, μέσω των αρχαίων ισοπεδωμένων και κατακερματισμένων μαζών.
Iζηματογενείς σχηματισμοί του παλαιογενούς και του νεογενούς, οριζόντιοι ακόμα, αποτελούν το υπόστρωμα των πεδιάδων που βλέπουν στον ωκεανό, οι οποίες καλύπτονται μερικές φορές από προσχωσιγενείς εναποθέσεις του τεταρτογενούς.
Η πεδινή δομή των αναγλύφων, ακόμα και των πιο χαμηλών των νότιων ζωνών, έχει ευνοήσει, ακριβώς λόγω της εναλλαγής στρωμάτων πετρωμάτων με διαφορετική διάβρωση, τον σχηματισμό καταρρακτών, που διακόπτουν τον ρου πολλών ποταμών.Γεωμορφολογία και υδρογραφία. Η Γ. βρέχεται για περίπου 500 χλμ. από τον Ατλαντικό ωκεανό, από τις εκβολές του ποταμού Κερεντάιν στα νοτιοανατολικά, σχεδόν μέχρι το δέλτα του Ορινόκου, όπου η μεθόριος με τη Βενεζουέλα τέμνει το χαμηλό και μακρύ νησί Κοροκόρο. Ο ίδιος ο Κερεντάιν αποτελεί τη μεθόριο στα ανατολικά με το Σουρινάμ, ενώ στα νότια το έδαφος ορίζεται από τον αμαζονικό υδροκρίτη (όρη Καμόα). Άλλοι ποταμοί (ο Τακάτου, ο Ουενάμου και ο Αμακούρα) αποτελούν τη μεθόριο, τόσο με τη Βραζιλία όσο και με τη Βενεζουέλα, με την οποία η Γ. μοιράζεται τα ίδια ανάγλυφα. Στα τελευταία δεσπόζει η κορυφή Ροραΐμα (2.875 μ.). Εκτός από τα δυτικά αυτά ανάγλυφα (όρη Πακαραΐμα, όρη Μερούμε κ.ά., με ύψη που ξεπερνούν τα 1.000 μ.) –μέλη του αρχαίου ορεινού όγκου της Γ.– και τα πιο νότια, που ξεπερνούν κατά μέσο όρο το ύψος των 1.500 μ., το υπόλοιπο έδαφος είναι σχεδόν πεδινό και αποτελείται από μία ευρεία και χαμηλή μάζα (κάτω από 200 μ.) ισοπεδωμένων πετρωμάτων, που διαρρέεται από τον ποταμό Εσεκίμπο και τους παραποτάμους του. Η παροχή των ποταμών, που είναι σχεδόν πάντοτε αξιοσημείωτη, χαρακτηρίζεται από ανόδους των νερών στην περίοδο Απριλίου-Μαΐου και τον Αυγούστο, καθώς επίσης από πτώσεις των νερών στην περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου.Η γειτνίαση του ισημερινού και η σχεδόν σταθερή επίδραση των βορειοανατολικών και των νοτιοανατολικών αληγών, καθώς και εκείνη των θερμών ρευμάτων είναι οι κυριότεροι παράγοντες που καθορίζουν στη Γ. ένα κλίμα τυπικά ισημερινό. Παρουσιάζει θερμοκρασίες όχι πάρα πολύ υψηλές, σχεδόν σταθερές, και γίνεται εύκρατο στα πιο εσωτερικά ανάγλυφα. Οι μέσες θερμοκρασίες διατηρούνται πάνω από τους 25οC, με τιμές ελαφρά πιο υψηλές μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου. Άφθονες είναι οι βροχές, που στην Τζόρτζταουν ξεπερνούν τα 2.500 χιλιοστά τον χρόνο, ενώ υψηλή είναι και η σχετική υγρασία (περ. 80%).Το έδαφος της χώρας κυριαρχείται από πυκνό ισημερινό δάσος, που καλύπτει και τα ανάγλυφα, από τα οποία, ωστόσο, τα πιο ψηλά και πιο εσωτερικά φιλοξενούν θαμνώδεις σχηματισμούς σαβάνας. Κατά μήκος των ακτών, το δάσος παραχωρεί τη θέση του σε μαγκρόβιους σχηματισμούς, ενώ οι ποταμοί που διαρρέουν τις εσωτερικές σαβάνες συνοδεύονται από δάση που σχηματίζουν στοές. Στην πανίδα της Γ. αφθονούν προπάντων πίθηκοι, έντομα, ερπετά και πουλιά.Γεωμορφολογία και υδρογραφία. Η Γ. βρέχεται για περίπου 500 χλμ. από τον Ατλαντικό ωκεανό, από τις εκβολές του ποταμού Κερεντάιν στα νοτιοανατολικά, σχεδόν μέχρι το δέλτα του Ορινόκου, όπου η μεθόριος με τη Βενεζουέλα τέμνει το χαμηλό και μακρύ νησί Κοροκόρο. Ο ίδιος ο Κερεντάιν αποτελεί τη μεθόριο στα ανατολικά με το Σουρινάμ, ενώ στα νότια το έδαφος ορίζεται από τον αμαζονικό υδροκρίτη (όρη Καμόα). Άλλοι ποταμοί (ο Τακάτου, ο Ουενάμου και ο Αμακούρα) αποτελούν τη μεθόριο, τόσο με τη Βραζιλία όσο και με τη Βενεζουέλα, με την οποία η Γ. μοιράζεται τα ίδια ανάγλυφα. Στα τελευταία δεσπόζει η κορυφή Ροραΐμα (2.875 μ.). Εκτός από τα δυτικά αυτά ανάγλυφα (όρη Πακαραΐμα, όρη Μερούμε κ.ά., με ύψη που ξεπερνούν τα 1.000 μ.) –μέλη του αρχαίου ορεινού όγκου της Γ.– και τα πιο νότια, που ξεπερνούν κατά μέσο όρο το ύψος των 1.500 μ., το υπόλοιπο έδαφος είναι σχεδόν πεδινό και αποτελείται από μία ευρεία και χαμηλή μάζα (κάτω από 200 μ.) ισοπεδωμένων πετρωμάτων, που διαρρέεται από τον ποταμό Εσεκίμπο και τους παραποτάμους του. Η παροχή των ποταμών, που είναι σχεδόν πάντοτε αξιοσημείωτη, χαρακτηρίζεται από ανόδους των νερών στην περίοδο Απριλίου-Μαΐου και τον Αυγούστο, καθώς επίσης από πτώσεις των νερών στην περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου.Η Γ. από την εποχή της ανακάλυψής της από τους Ισπανούς φημιζόταν για το χρυσάφι της, το οποίο στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να υπήρχε σε τόσο μεγάλες ποσότητες. Έτσι, δεν άργησαν να ενδιαφερθούν για την περιοχή οι Άγγλοι, οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι. Το 1613 ιδρύθηκαν στα βόρεια μερικές αποικίες από τους Άγγλους, χάρη στην εταιρεία Guyana Company, που είχε δημιουργηθεί μετά την ευνοϊκή περιγραφή της χώρας από τον Γουόλτερ Ρόλι. Οι αυτόχθονες που ήταν εγκατεστημένοι στις ακτές αποτελούσαν μέρος της ομάδας των Αραουάκων, αλλά δεν ήταν πολυάριθμοι και συνεπώς ήταν εύκολο να ελεγχθούν. Ωστόσο, μόνο στις αρχές του 18ου αι. δημιουργήθηκαν από τους Άγγλους μόνιμες και ισχυρές αποικίες στους ποταμούς Εσεκίμπο, Ντεμεράρα και Μπερμπίς και ύστερα στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η Τζόρτζταουν. Η πρώτη καλλιέργεια ήταν του καφέ, που είχε ήδη ξεκινήσει από τους Ολλανδούς στα εδάφη του σημερινού Σουρινάμ (πρώην Ολλανδική Γουιάνα). Κατόπιν η φυτεία επεκτάθηκε· άρχισε η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου και εισήχθησαν οι μαύροι δούλοι από την Αφρική. Το 1834 η αποικία αριθμούσε 100.000 κατοίκους, εκ των οποίων περίπου το 80% ήταν δούλοι που, αφού απελευθερώθηκαν, μπόρεσαν να αποκτήσουν μικρούς κλήρους γης στις πιο εσωτερικές ζώνες, σε χωριά που είχαν δημιουργηθεί από ευρωπαίους ιδιοκτήτες φυτειών. Οι δυσκολίες που προέκυψαν στο εμπόριο των προϊόντων φυτείας (προπάντων του ζαχαροκάλαμου), η χαμηλή παραγωγικότητα των μαύρων και η ανάγκη διαφοροποίησης των καλλιεργειών είχαν αποτέλεσμα στη συνέχεια την εισαγωγή εργατικού δυναμικού από την Ινδία. Το 1846 έφτασαν 10.000 Ινδοί και ύστερα ακολούθησαν και άλλοι, που έμελλε να παραμείνουν στη χώρα κατά ένα μεγάλο ποσοστό.
Οι αυτόχθονες αποτελούν περίπου το 6% του συνολικού πληθυσμού, ενώ μερικές ομάδες τους ζουν ακόμα και σήμερα στις πιο άγριες ζώνες του εσωτερικού, στις οποίες όμως έχουν φτάσει οι ιεραποστολές, οι πρωτοπόροι των καινούργιων οικονομικών δραστηριοτήτων, ακόμα και ο τουρισμός.Ο πληθυσμός της Γ. έφτασε τους 127.700 κατ. το 1851, τους 296.000 το 1911 και τους 344.000 το 1937. Το 2002 η χώρα είχε 698.209 κατ., με πυκνότητα 3,2 κάτ. ανά τ. χλμ., ετήσιο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της τάξης του 0,07% και προσδόκιμο ζωής τα 60,5 χρόνια για τους άντρες και τα 66,2 για τις γυναίκες.
Οι κάτοικοι ζούν συγκεντρωμένοι στη στενή παράκτια λωρίδα, ιδιαίτερα στο τμήμα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον ποταμόκολπο του Εσεκίμπο και στον ποταμόκολπο του Κερεντάιν· αυτή είναι η ζώνη που καλλιεργείται πιο εντατικά και παρουσιάζει μεγάλες εκτάσεις δίχως οικισμούς ή κατοικημένη μόνο κατά μήκος των μεγαλύτερων ποταμών. Στις εκτάσεις αυτές υπάρχουν φυτείες και κέντρα εξόρυξης του ορυκτού πλούτου της χώρας.Ανάμεσα στα αστικά κέντρα της Γ. ξεχωρίζει η πρωτεύουσα Τζόρτζταουν (Georgetown, 225.802 κάτ. το 2002) που βρίσκεται στον ποταμό Ντεμεράρα, στις εκβολές του στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελεί έδρα κρατικών οργανισμών, πανεπιστημίου, καθώς και το σπουδαιότερο εμπορικό και λιμενικό κέντρο της χώρας. Διαθέτει βιομηχανίες μεταποίησης των γεωργικών και δασικών προϊόντων.
Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι το Νιου Άμστερνταμ (New Amsterdam, 32.002 κάτ. το 2002) στη δεξιά όχθη του Μπερμπίς, πρωτεύουσα της πιο παλαιάς κομητείας της χώρας και η Λίντεν (Linden, 44.008 κάτ. το 2002, πρώην Μακένζι) στον ποταμό Ντεμεράρα, κέντρο εξόρυξης βωξίτη. Στο εσωτερικό της χώρας ξεχωρίζει η Μπαρτίκα (Bartica, 10.100 κάτ. το 2002) που βρίσκεται στη συμβολή του Μαζαρούνι με τον Εσεκίμπο και αποτελεί βάση της δραστηριότητας εξόρυξης χρυσού και διαμαντιών. Στην περιοχή της βρίσκονται οι θεαματικοί καταρράκτες του Κάιετουερ.Η οικονομία της χώρας ακολουθούσε μέχρι το 1988 το σοσιαλιστικό μοντέλο. Ο κεντρικός έλεγχος και οι κρατικές επιχειρήσεις κυριαρχούσαν. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν όμως αποδείχθηκαν πολλά και το 1988 η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να τα αντιμετωπίσει, προχώρησε στη λήψη σειράς μέτρων που οδηγούσαν στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Ανάμεσά τους ήταν η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και η ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών επιχειρήσεων, η φιλελευθεροποίηση του συναλλαγματικού και εμπορικού τομέα, η κατάργηση των περιορισμών των τιμών και των επιδοτήσεων. Τα μέτρα έφεραν σημαντικά αποτελέσματα, αλλά η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα από την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και του μεγάλου εξωτερικού χρέους που είχε δημιουργηθεί.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας ανερχόταν σε 3.400 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2000, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα έφτανε τα 4.800 δολ. Ο πληθωρισμός το ίδιο έτος ήταν 5,9% και η ανεργία άγγιζε το 13,5% του ενεργού πληθυσμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των ανέργων περιορίζεται από τη μετανάστευση στο εξωτερικό χιλιάδων νέων κάθε χρόνο.Με την αγροτική οικονομία ασχολείται περίπου το 21% του ενεργού πληθυσμού (ζάχαρη, ρύζι, λαχανικά και φρούτα). Οι αρόσιμες γαίες, περιορισμένες κυρίως στην παράκτια λωρίδα, ιδιαίτερα στα ανατολικά του Εσεκίμπο, καλύπτουν μόνο το 2,3% του εδάφους. Κυριότερο προϊόν είναι το ζαχαροκάλαμο και ακολουθούν το ρύζι, ο κοκκοφοίνικας, ο καφές, τα εσπεριδοειδή και οι μπανάνες. Ο μεγάλος δασικός πλούτος της χώρας παραμένει ακόμη σχετικά ανεκμετάλλευτος. Μετά το 1992 δύο ξένες εταιρείες ανέλαβαν την εκμετάλλευση μέρους των δασών με αποτέλεσμα την αύξηση παραγωγής ξυλείας κατά 100%.Η κτηνοτροφία στη Γ. δεν θεωρείται ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Η εκτροφή βοοειδών, προβατοειδών και πουλερικών πραγματοποιείται σε περιορισμένη κλίμακα. Η αλιεία, αντίθετα, προσφέρει σημαντικά έσοδα στον προϋπολογισμό του κράτους. Το αλίευμα βρίσκεται συγκεντρωμένο κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού και εκπροσωπείται σε μεγάλο βαθμό από τους άφθονους πληθυσμούς γαρίδας της περιοχής.Η περίοδος της αποικιοκρατίας. Οι Άγγλοι επιχείρησαν από το πρώτο κιόλας μισό του 17ου αι. να εγκαταστήσουν μία αποικία στις αποκαλούμενες Γουιάνες, αλλά απωθήθηκαν, άλλοτε από τους ιθαγενείς και άλλοτε από τους άλλους Ευρωπαίους. Το 1651 κατάφεραν τελικά να εγκατασταθούν στο Σουρινάμ, όπου υπήρχε ήδη μια ολλανδική κοινότητα, αλλά το 1668 αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν, επειδή η συνθήκη της Μπρέντα του προηγούμενου χρόνου είχε καθορίσει την ένταξη της Γ. στο ολλανδικό στέμμα. Το 1796, ωστόσο, τα βρετανικά στρατεύματα επέστρεψαν στην περιοχή.
Με την παγκόσμια ανακατάταξη του 1814 τα τμήματα αυτά παραχωρήθηκαν επίσημα στη Μεγάλη Βρετανία. Η αγγλική κυβέρνηση φρόντισε αμέσως να δώσει στη Γ. σταθερή διοίκηση και όρισε πρωτεύουσά της την Τζόρτζταουν.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Το 1953 θεσπίστηκε νέο σύνταγμα, που προέβλεπε τη συγκρότηση κοινοβουλίου δύο σωμάτων και ενός εκτελεστικού συμβουλίου υπό την προεδρία του κυβερνήτη. Τον ίδιο χρόνο έγιναν εκλογές, με γενική ψηφοφορία. Την πλειοψηφία των εδρών έλαβε το Λαϊκό Προοδευτικό Κόμμα (ΛΠΚ), υπό την ηγεσία του Ινδού Τσέντι Τζαγκάν. Έπειτα από διάφορες αναταραχές και επεμβάσεις της Βρετανίας, στις 26 Μαΐου 1966 η αποικία έγινε ανεξάρτητη και πήρε την ονομασία Γ.
Το 1970 νεότερο σύνταγμα μετέτρεψε τη Γ. σε δημοκρατία συνεταιριστικού τύπου. Πρόεδρος αναδείχτηκε ο Άρθουρ Τσανγκ, που εξελέγη πάλι το 1976. Η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας από τις εταιρείες ξένων συμφερόντων, ανέλαβε τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου το 1974.
Τον Οκτώβριο του 1980 ο Φορμπς Μπέρνχαμ, ηγέτης του κυβερνώντος Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου (ΕΛΚ), αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Γ. Η δολοφονία λίγους μήνες αργότερα του ηγέτη της αντιπολιτευόμενης Εργατικής Λαϊκής Συμμαχίας Γουόλτερ Ρόντνεϊ, για την οποία κατηγορήθηκε η κυβέρνηση, προκάλεσε νέα αναταραχή και οδήγησε την αντιπολίτευση στην αποχή από τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες επικράτησε το κόμμα του Μπέρνχαμ με ποσοστό 77,7%.Ο πρόεδρος Μπέρνχαμ πέθανε το 1985 και τον διαδέχθηκε ο αντιπρόεδρος Ντέσμοντ Χόιτ. Στις βουλευτικές εκλογές του 1992 το ΕΛΚ απώλεσε για πρώτη φορά την κυβερνητική εξουσία ύστερα από 28 χρόνια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους χρίστηκε πρόεδρος της χώρας ο 78χρονος πρώην μαρξιστής Τζαγκάν και το ΛΠΚ ανέλαβε τη διακυβέρνηση.
Το ίδιο κόμμα κέρδισε και τις επόμενες εκλογές, το 1997, υπό την ηγεσία της συζύγου του Τζαγκάν Τζάνετ. Το ΕΛΚ αντέδρασε με κατηγορίες για νοθεία και βίαιες κινητοποιήσεις την οπαδών του. Τελικά στις αρχές του 1998 αποφασίστηκε η επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας το επόμενο έτος και η Τζάνετ Τζαγκάν ανέλαβε τα καθήκοντά της.
Τον Αύγουστο του 1999 η Τζαγκάν παραιτήθηκε για λόγους υγείας και τον προεδρικό θώκο ανέλαβε ο υπουργός Οικονομικών Μπαράτ Γιαγκντέο. Το 2000 οξύνθηκαν οι μακροχρόνιες εδαφικές διαφορές της Γ. με τη Βενεζουέλα και οι δύο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου. Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους το ανώτατο δικαστήριο της χώρας έκρινε άκυρες τις εκλογές που είχαν λάβει χώρα το 1997. Αποφάσισε όμως τη συνέχιση της θητείας του ΛΠΚ και του Γιαγκντέο έως τις επόμενες εκλογές, για να αποφευχθεί απορύθμιση του πολιτικού συστήματος της χώρας. Συνακόλουθα, στην εκλογική αναμέτρηση του 2001, υπό την επιτήρηση ανεξάρτητων παρατηρητών, επικράτησε το ΛΠΚ και ο Γιαγκντέο ανανέωσε τον όρκο του τον Μάρτιο του ίδιου έτους.
Χαρτονόμισμα ενός δολαρίου της Γουιάνα, νομισματικής μονάδας της χώρας.
Τζαμί στην περιοχή της Τζόρτζταουν· πολλοί Ινδοί κάτοικοι της Γουιάνα είναι μουσουλμάνοι.
Ο μεγάλος αγγλικανικός καθεδρικός ναός που δεσπόζει στην Τζόρτζταουν.
Πλατεία στην Τζόρτζταουν, που είναι η πρωτεύουσα της Γουιάνα (φωτ. Igda).
Μικρή νέγρα. Το φυλετικό αυτό στοιχείο έρχεται σε δεύτερη θέση (περίπου με το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού) στο εθνικό πλαίσιο της Γουιάνα, μετά τις ομάδες ασιατικής προέλευσης.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ. χλμ. Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)
Dictionary of Greek. 2013.